Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ὁ θορυβῶν

См. также в других словарях:

  • θορυβῶν — θορυβέω make a noise pres part act masc nom sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θορύβων — θόρυβος noise masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • плищь — ПЛИЩ|Ь (26), А с. 1.Крик, шум: и тако всѣмъ кличющемъ. ˫ако же тр˫астис˫а пещерѣ. отъ множьства плища зълыихъ д҃ховъ. ЖФП XII, 38б; ˫ади ‹и› питью. бесъ плища велика быти. ЛЛ 1377, 79 (1096); видиши вечерѧ различны. и пища. и прельсти. и плищь. и …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • ακοομετρία — Σύνολο πειραματικών μεθόδων, οι οποίες επιτρέπουν να προσδιοριστεί ποσοτικά η ακουστική ικανότητα ενός ατόμου. Με τη στενή του έννοια, ο όρος σημαίνει έναν περιορισμένο αριθμό μεθόδων μέτρησης και ιδιαίτερα αυτές που μπορούν να προσφέρουν σε έναν …   Dictionary of Greek

  • μόνωση — Η χρήση κατάλληλων υλικών ή η εφαρμογή ειδικών τεχνικών λύσεων για την αποτελεσματική προστασία χώρων, εγκαταστάσεων, συσκευών ή αντικειμένων από τη διάδοση φυσικών φαινομένων, όπως οι θόρυβοι (ηχομόνωση), η θερμότητα (θερμομόνωση), οι κραδασμοί …   Dictionary of Greek

  • плищевати — ПЛИЩ|ЕВАТИ (16), ОУЮ, ОУѤТЬ гл. 1.Шуметь, кричать, волноваться, приходить в смятение: старець… нача имъ [разбойникам] казати вещи гл҃ѧ имъ. не плищюите вѣрѹю г(с)ви ˫ако ничтоже не скрыю ѿ васъ. (μὴ ϑορυβεῖσϑε) ПНЧ 1296, 16 об.; и сихъ… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • ακουστική — Το σύνολο των φαινομένων που έχει σχέση με την ακοή. Επίσης, επιστήμη η οποία έχει ως αντικείμενό της το σύνολο των φαινομένων, που έχουν σχέση με τις ελαστικές ταλαντώσεις και περιλαμβάνει: 1) Το τμήμα της φυσικής που εξετάζειτα ηχητικά… …   Dictionary of Greek

  • αφτί — Αισθητήριο όργανο με ειδικές λειτουργίες δέκτη των ηχητικών ερεθισμάτων και αντίληψης της θέσης της κεφαλής στον χώρο· το α. συμβάλλει επίσης στη διατήρηση της ισορροπίας του σώματος. Ανατομικά διακρίνεται σε έξω, μέσο και έσω α.: το πρώτο… …   Dictionary of Greek

  • βάθος — Στα υγρά, β. ονομάζεται η απόσταση από την επιφάνεια έως τον πυθμένα. Η απόσταση από την είσοδο έως το εσωτερικό ενός χώρου. Το φόντο σε ένα ζωγραφικό πίνακα. Το σύνολο των ουσιωδών γνωρισμάτων μιας έννοιας. (Αστρον.) Η γωνία που σχηματίζεται από …   Dictionary of Greek

  • γεώφωνο — το ακουστική συσκευή η οποία χρησιμοποιείται για την εξακρίβωση θορύβων που προέρχονται μέσα από το έδαφος …   Dictionary of Greek

  • ευρόθιος — εὐρόθιος, ον (Α) γρήγορος, ορμητικός («εὐρόθιοι κεραυνοί», Ορφ. Ύμν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + ρόθιος «ο θορυβών» (< ρόθος)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»